-
1 οσμή
η запах;
См. также в других словарях:
αρεστός — ή, ό (AM ἀρεστός, ή, όν) αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος αρχ. αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος αρχ. ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν… … Dictionary of Greek